Η πρόσφατη αποδέσμευση στη δημοσιότητα της μελέτης της αμερικανικής RAND Corporation με αντικείμενο το πρόγραμμα των νέων υποβρυχίων της Αυστραλίας, σε αντιπαραβολή με τη «λαμαρινο-λαγνεία» που κυριαρχεί στο ελληνικό πρόγραμμα, αναδεικνύει την παντελή έλλειψη βιομηχανικής παιδείας και πολιτικής που δυστυχώς χαρακτηρίζει τη χώρα μας αλλά και την πολιτική της τάξη.
Στην πρώτη περίπτωση η κυβέρνηση της Αυστραλίας πριν την έναρξη υλοποίησης του μεγαλεπήβολου προγράμματος εγχώριας ναυπήγησης 12 νέων υποβρυχίων συμβατικής πρόωσης, προϋπολογισμού 25 – 30 δισ. δολαρίων Αυστραλίας (19,4 – 24 δις ευρώ), μελετά σε βάθος τις...
εγχώριες βιομηχανικές δυνατότητες, τόσο σε υποδομές και εγκαταστάσεις όσο και σε ανθρώπινους πόρους, τεχνολογίες και τεχνογνωσία. Σκοπός είναι να προσδιοριστούν με ακρίβεια οι εθνικές δυνατότητες, οι ελλείψεις και φυσικά ο τρόπος θεραπείας τους, είτε με επένδυση για την ανάπτυξη τους είτε μέσω συνεργασίας με στρατηγικό εταίρο, ή μέσω ενός μικτού σχήματος που συνδυάζει τις δύο προαναφερθείσες επιλογές (όπως και τελικά προτείνεται από τη μελέτη, την αδιαβάθμητη έκδοση της οποίας μπορείτε να διαβάσετε στον σύνδεσμο:http://www.rand.org/pubs/monographs/MG1033.html). Ας σημειωθεί εδώ ότι το Ναυτικό της Αυστραλίας αντιμετωπίζει για πολλά χρόνια σημαντικό πρόβλημα με τα εν υπηρεσία έξι υποβρύχια τύπου «Collins», των οποίων η διαθεσιμότητα και η επιχειρησιακή απόδοση κάθε άλλο παρά ικανοποιητική είναι παρά τις πιστώσεις και την προσπάθεια που έχει καταβληθεί.
Στη δεύτερη περίπτωση, τη χώρα μας, για δεύτερη φορά μέσα σε δύο χρόνια το ελληνικό πρόγραμμα υποβρυχίων κινδυνεύει να «τιναχτεί» στον αέρα με οδυνηρές συνέπειες για τον χρήστη (το Πολεμικό Ναυτικό), την εγχώρια βιομηχανία και απασχόληση (τα Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ) και το ελληνικό δημόσιο (δηλαδή τελικά τον φορολογούμενο).
Αιτία είναι η μη έγκαιρη καταβολή των πληρωμών με βάση τις ημερομηνίες-ορόσημα που προβλέπονται από τον νόμο 3885/2010, δηλαδή τη σύμβαση που κατατέθηκε και κυρώθηκε στη Βουλή ως νόμος και διέπει τα δύο προγράμματα ναυπήγησης υποβρυχίων («Αρχιμήδης» που αφορά τα αρχικά τέσσερα Type 214, εκ των οποίων το «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» έχει ήδη ενταχθεί σε υπηρεσία στο Πολεμικό Ναυτικό, και «Neptune II», που αφορά τα δύο νέα Type 214 και το εκσυγχρονισμένο Type 209/1200 «ΩΚΕΑΝΟΣ»).
Σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας ως κύρια αιτία μη καταβολής των πληρωμών προβάλλεται η μη έναρξη των εργασιών στο πρόγραμμα ναυπήγησης των δύο νέων υποβρυχίων, που τόσο σε δηλώσεις πολιτικών (συμπεριλαμβανομένων, με βάση τα δημοσιεύματα των ελληνικών ΜΜΕ, και πολιτικών αρχηγών, που σύμφωνα με τις δηλώσεις τους από νεαρή ηλικία έχουν εργαστεί στην ελεύθερη οικονομία και άρα έχουν πλήρη αντίληψη της λειτουργίας της αγοράς), όσο και κύκλων (κυρίως μη κατονομαζόμενων στα δημοσιεύματα) του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και διαρροών συμπυκνώνεται στο επιχείρημα «δεν έχει κοπεί ούτε λαμαρίνα».
Αν το επιχείρημα λέγεται κυριολεκτικά, τότε υποδηλώνει έλλειψη γνώσης για τη διαδικασία ναυπήγησης των υποβρυχίων και μάλιστα υπό καθεστώς όπου η τεχνολογία και τεχνογνωσία και το σύνολο σχεδόν των κύριων συστημάτων και υποσυστημάτων προέρχονται από το εξωτερικό. Ακόμη και αν όμως γινόταν η «κοπή των λαμαρινών», θα αποτελούσε μάλλον έκφραση κολοσσιαίας αφέλειας η ικανοποίηση αυτών που την επιζητούν, αφού αποτελεί μόνο ένα από τα στάδια της ναυπήγησης. Οι «λαμαρίνες» χωρίς τα διάφορα συστήματα και υποσυστήματα, αισθητήρες και όπλα απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν υποβρύχιο. Γι’ αυτά όμως, τα διάφορα συστήματα και υποσυστήματα, από τη στιγμή που θα τοποθετηθούν παραγγελίες στους αντίστοιχους υποκατασκευαστές, οι χρόνοι παράδοσης τους σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις ανέρχονται σε πολλούς μήνες (κατ’ ελάχιστο 12 και σε πολλές περιπτώσεις τουλάχιστον 18 μήνες). Άρα το να «κοπούν» απλώς οι λαμαρίνες, αποτελεί το «φαίνεσθε», και φυσικά ένα μόνο μέρος της διαδικασίας που δυστυχώς είναι το λιγότερο σημαντικό. Αν φυσικά επρόκειτο για ένα φορτηγό πλοίο τότε η τοποθέτηση της τρόπιδας ίσως να μπορούσε να χαρακτηριστεί σημαντικό βήμα. Ας μην ξεχνάμε ότι οι «λαμαρινο-δουλειές», πρακτική που κατά κόρον ακολουθήθηκε επί δεκαετίες στην εγχώρια υλοποίηση των ναυτικών προγραμμάτων αποδείχθηκε τελικά ότι «βούλιαξε» την ελληνική ναυπηγική βιομηχανία, αφού την περιόριζε σε χαμηλού οικονομικού όγκου και τεχνολογικού περιεχομένου εργασίες χωρίς προστιθέμενη αξία.
Αν πάλι το επιχείρημα αναφέρεται προσχηματικά για να δικαιολογήσει την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον κύριο ανάδοχο και τους υποκατασκευαστές, που είναι μεν απόλυτα κατανοητή, με βάση την ταραγμένη και δυσώδη προϊστορία του ελληνικού προγράμματος υποβρυχίων, μάλλον στερείται βάσης, ιδιαίτερα μετά την τροποποίηση της σύμβασης «Β» μεταξύ κύριου αναδόχου και υποκατασκευαστή που υπογεγραμμένη υποβλήθηκε στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας (και η οποία ας σημειωθεί ότι έγινε εν γνώσει της ελληνικής κυβέρνησης).
Όμως, με την τροποποίηση της αρχικής σύμβασης «Β» (που στην πράξη είχαν συντάξει οι Γερμανοί… με τον εαυτό τους, αφού τότε τα ΕΝΑΕ ήταν υπό την ιδιοκτησία τους), οι εγγυήσεις για την ομαλή εκτέλεση των προγραμμάτων «Αρχιμήδης» και «Neptune II» ανελήφθησαν από τον κύριο υποκατασκευαστή (HDW) και τους λοιπούς υποκατασκευαστές και δεν ανήκουν αποκλειστικά στα ΕΝΑΕ (όπως ήταν αρχικά), τα οποία ούτως ή άλλως για να εκτελέσουν ομαλά το έργο εξαρτώνται άμεσα από τους υποκατασκευαστές τους και ιδιαίτερα τη HDW που είναι ο κάτοχος και πάροχος της τεχνολογίας. Με άλλα λόγια δηλαδή, η τροποποίηση αύξησε την ασφάλεια ομαλής υλοποίησης και ολοκλήρωσης του προγράμματος, αφού οι υποκατασκευαστές που θα λάβουν περίπου το 70% περίπου της συνολικής οικονομικής αξίας του προγράμματος, δεσμεύονται πλέον με πλήρεις εγγυήσεις καλής λειτουργίας για το τελικό προϊόν.
Με τις συνεχόμενες καθυστερήσεις στις προβλεπόμενες από τη σύμβαση πληρωμές σε ημερομηνίες-ορόσημα η καταγγελία και των δύο συμβάσεων σταδιακά απέκτησε πολύ ισχυρά νομικά ερείσματα.Εν ολίγοις, η ελληνική πλευρά δίνει το πρόσχημα στην αντίστοιχη γερμανική να απεμπλακεί από τις υποχρεώσεις – εγγυήσεις που επιτεύχθηκαν με την τροποποίηση της σύμβασης, χωρίς μάλιστα να πετυχαίνει οτιδήποτε, αφού τα χρήματα που δεν εκταμιεύει – το συντριπτικό ποσοστό εκ των οποίων θα εισπραχθεί από τη γερμανική πλευρά, κάτι που επίσης ΔΕΝ έχει γίνει επαρκώς κατανοητό – η γερμανική πλευρά τα έχει συμβατικά κατοχυρωμένα. Κατά συνέπεια, όχι μόνο θα τα εισπράξει αφού πρώτα θα έχει καταγγελθεί η σύμβαση, αλλά αυτά θα εισπραχθούν με σοβαρές προσαυξήσεις.
Επιπρόσθετα, η ελληνική πλευρά με τη στάση της κινδυνεύει να απολέσει τον φυσικό της -λόγω σύμπλευσης συμφερόντων- σύμμαχο, τους Άραβες επενδυτές στα ΕΝΑΕ. Την πλευρά δηλαδή με την οποία μοιράζεται ένα κοινό συμφέρον τόσο ισχυρό ώστε να λειτουργήσει στην κατεύθυνση ανατροπής του απαράδεκτου – σχεδόν «αποικιακού» χαρακτήρα – υφιστάμενου status, όπου ο υποτιθέμενος κύριος ανάδοχος «κόβει λαμαρίνες» περιοριζόμενος στο 30% του συμβολαίου και ο υποτιθέμενος υποκατασκευαστής νέμεται το 70% του συμβολαίου, στο οποίο, ας σημειωθεί, περιλαμβάνονται και τα δικαιώματα σχεδίασης του προϊόντος (πνευματική ιδιοκτησία). Αυτή δηλαδή που αναμένει η ελληνική πλευρά να εξασφαλίσει μέσω της αραβικής στρατηγικής επένδυσης στη ναυπηγική της βιομηχανία.
Είναι προφανές ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης τότε όλα τα μέρη θα προσφύγουν εναντίον όλων, θα αρχίσει δε ένας δικαστικός κυκεώνας ο οποίος μέχρι να τελεσιδικήσει θα έχει ως αποτέλεσμα:
> την ελληνική ναυπηγική βιομηχανία εντελώς κατεστραμμένη (αφού μετά τα Ναυπηγεία Ελευσίνας που ήδη αιτήθηκαν την υπαγωγή τους στο Άρθρο 99, την κατάρρευση και της άλλης μεγάλης βιομηχανικής μονάδας του Κλάδου)
> την απώλεια θέσεων εργασίας
> την παραμονή των προγραμμάτων των υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού σε εκκρεμότητα.
Μη εφαρμόζοντας τις προβλέψεις της σύμβασης που συνέταξε και υπέγραψε το ελληνικό δημόσιο (που αποτελεί νόμο του κράτους και μόνο με έναν νέο νόμο μπορεί να μεταβληθεί), από κυρίαρχος της διαδικασίας, ως όφειλε και πρέπει να είναι, κινδυνεύει πλέον να μετατραπεί σε αντισυμβαλλόμενο σε μειονεκτική νομική θέση, και πιθανό περήφανο (;) ιδιοκτήτη «λαμαρινών» μόνο που αυτές θα είναι τέσσερα υποβρύχια που η ναυπήγηση τους έχει ολοκληρωθεί, τα οποία για να παραδοθούν και να μπουν σε υπηρεσία θα χρειαστεί πάλι η εμπλοκή των Γερμανών για τη δοκιμή και πιστοποίηση!
Δυστυχώς η σύγκριση με την Αυστραλία, δείχνει για άλλη μία φορά την ανικανότητα του ελληνικού δημοσίου να οραματιστεί, να μελετήσει και να σχεδιάσει σε βάθος και εκ των προτέρων την υλοποίηση μεγάλων εξοπλιστικών προγραμμάτων, και την ελαφρότητα την οποία αντιμετωπίζονται οι προβλέψεις συμφωνιών και συμβάσεων τις οποίες το ίδιο συνέταξε και υπέγραψε. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένου και του προγράμματος των υποβρυχίων, μέχρι σήμερα αυτό απέβη μοιραίο για το δημόσιο συμφέρον αφού εκ προοιμίου τοποθετεί το ελληνικό δημόσιο σε μειονεκτική νομική θέση. Αξίζει κανείς να θυμηθεί τον Σεπτέμβριο του 2009, όπου η καταγγελία της σύμβασης από τη γερμανική πλευρά επαλήθευσε τη λαϊκή σοφή ρήση «εκεί που μας χρωστάγανε μας παίρνουν και το βόδι».
Οι πληροφορίες αναφέρουν, ότι παρότι άπαντες γνωρίζουν ότι η μη τήρηση συμβατικών υποχρεώσεων θα οδηγήσει σε δραματικές εξελίξεις και την έγερση δυσθεώρητων αξιώσεων σε βάρος της χώρας, παίζουν το γνωστό παιχνίδι, με την πολιτική ηγεσία να προσπαθεί να «κρυφτεί» πίσω από τη γραφειοκρατία χωρίς όμως να δίνονται σαφείς κατευθυντήριες οδηγίες για την εξέλιξη του ζητήματος. Αν το ελληνικό δημόσιο θεωρεί ότι η τήρηση των προβλέψεων της σύμβασης αποτελεί χαριστική χειρονομία προς τον αντισυμβαλλόμενο τότε θα πρέπει αυτό να δηλωθεί με σαφήνεια. Διαφορετικά υποσκάπτει τη νομική του θέση.
Το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται και διασφαλίζεται όταν αναλαμβάνονται συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για τη διασφάλιση του μέσα στο εκάστοτε ισχύον νομικό και διαδικαστικό πλαίσιο. Με άλλα λόγια, όταν το ελληνικό δημόσιο κινείται ενεργητικά για να διασφαλίσει τα δικαιώματα του και το συμφέρον του με συγκεκριμένες ενέργειες. Η παραπομπή των εκκρεμοτήτων στις καλένδες απλώς αδυνατίζει τη νομική θέση του δημοσίου και δημιουργεί περιπλοκές (όπως για παράδειγμα αυτές που δημιούργησε η αλλοπρόσαλλη διαχείριση της κατάστασης την περίοδο 2006-2008, όταν το ελληνικό δημόσιο δεν κατήγγειλε τη σύμβαση όταν έπρεπε [αμέσως μετά τη δοκιμή που απεκάλυψε τα αρχικά προβλήματα της σχεδίασης], κατέβαλε τις πληρωμές όταν δεν έπρεπε και δεν πλήρωνε όταν με βάση τη γνωμάτευση των γερμανικών αρχών, που είχε εκδοθεί κατόπιν ελληνικού αιτήματος, τα προβλήματα είχαν αντιμετωπιστεί, με τα γνωστά αποτελέσματα του Σεπτεμβρίου του 2009).
Κατά συνέπεια απαιτούνται συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις και εξίσου συγκεκριμένες ενέργειες κατοχύρωσης των συμφερόντων του δημοσίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου